- κοιλασία
- κοιλασία, ἡ (Α)το κοίλωμα, η κοιλότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιλασία — κοιλασίᾱ , κοιλασία indentations fem nom/voc/acc dual κοιλασίᾱ , κοιλασία indentations fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλασίας — κοιλασίᾱς , κοιλασία indentations fem acc pl κοιλασίᾱς , κοιλασία indentations fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώλοθρον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κοιλασία», κοίλωμα … Dictionary of Greek